Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

σκιᾶς ὄναρ ἄνϑρωπος

  • 1 ὄναρ

    ὄναρ, τό, der Traum, nur im nom. u. acc. (vgl. ὄνειρος); καὶ γάρ τ' ὄναρ ἐκ Διός ἐστιν, Il. 1, 63, vgl. 10, 496; οὐκ ὄναρ, ἀλλ' ὕπαρ ἐσϑλον, Od. 19, 547, vgl. 20, 90; σκιᾶς ὄναρ ἄνϑρωπος, Pind. P. 8, 99, wie ὄνειρος das Nichtige, schnell Vorübergehende bezeichnend; Aesch. Ch. 519 Ag. 82; ἡνίχ' ἡλίῳ δείκνυσι τοὔναρ, Soph. El. 417; τοὔ. ναρ ὧδε ξυμβάλλω τόδε, Eur. I. T. 55, öfter; εἶδον ὄναρ, Ar. Equ. 1086; Vesp. 13; Plat. Conv. 75 e u. öfter, u. einzeln bei den Folgdn; auch, wie ὄνειρος, für alles Nichtige, trugvoller Schein, Schatten, ἐλευϑερίας, Plut. Thes. 32. – Bei den Att. adverbial gebraucht, im Traume, im Schlafe, ὄναρ γὰρ ὑμᾶς νῦν Κλυταιμνήστρα καλῶ Aesch. Eum. 116, ὄναρ διώκεις ϑῆρα 126; u. so oft Plat., Ggstz von ὕπαρ, τὸ ἀγνοεῖν ὕπαρ τε καὶ ὄναρ δικαίων τε καὶ ἀδίκων πέρι, Phaedr. 277 e; Theaet. 158 b; οὔτε δὴ ὄναρ, οὔϑ' ὕπαρ οὐδεὶς δοκεῖ χαίρειν, d. i. ganz u. gar nicht, Phil. 36 e, vgl. 65 e; καὶ οὕτως ὕπαρ ἡμῖν ἡ πόλις οἰκήσεται, ἀλλ' οὐκ ὄναρ, Rep. VII, 520 c (vgl. ὕπαρ); οὐδ' ὄναρ πράττειν προςίσταται αὐτοῖς, nicht einmal im Traume, Theaet. 173 d; ὄναρ δὴ ἐπλουτήσαμεν, 208 b; Sp., τὰ δ' οὐδ' ὄναρ ἤλυϑεν ἄλλῳ, Mosch. 4, 18; οὐδ' ὄναρ οἶδα φόβον, Philodem. 16 (V, 25); vgl. Callimach. 15 (V, 23); u. in Prosa, οὐδὲ ὄναρ ποτὲ ἀνιέναι ἑαυτόν, Luc. Hermot. 2; auch ὄναρ πλουτεῖν, im Traume reich sein, Tim. 20; – Phot. verwirft κατ' ὄναρ dafür als ganz barbarisch, D. L. 10, 32. – Nach Hermann's Conj. steht es H. h. Cer. 269 für ὄνειαρ. – Die Casus ὀνείρατος u. s. w. s. unter ὄνειραρ.

    Griechisch-deutsches Handwörterbuch > ὄναρ

  • 2 ὄναρ

    1 dream

    σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος P. 8.95

    Lexicon to Pindar > ὄναρ

  • 3 ἄνθρωπος

    ἄνθρωπος (- ος v. l., -ῳ; -οι, -ων, -οις, -οισιν), - ους)
    1 man, pl., mankind
    a

    σκιαρόν τε φύτευμα ξυνὸν ἀνθρώποις O. 3.18

    ἀμφὶ δ' ἀνθρώπων φρασὶν ἀμπλακίαι ἀναρίθμητοι κρέμανται O. 7.24

    ἐν δ' ἀρετὰν ἔβαλεν καὶ χάρματ ἀνθρώποισι προμαθέος αἰδώς O. 7.44

    φαντὶ δ' ἀνθρώπων παλαιαὶ ῥήσιες O. 7.54

    παραπειρῶνται Διὸς ἀργικεραύνου εἴ τιν' ἔχει λόγον ἀνθρώπων πέρι O. 8.4

    Αἴγιναν ἔνθα ἀσκεῖται Θέμις ἔξοχ' ἀνθρώπων O. 8.23

    τερπνὸν δ' ἐν ἀνθρώποις ἴσον ἔσσεται οὐδέν O. 8.53

    πολλοὶ δὲ διδακταῖς ἀνθρώπων ἀρεταῖς κλέος ὤρουσαν ἀρέσθαι O. 9.101

    ἔστιν ἀνθρώποις ἀνέμων ὅτε πλεῖστα χρῆσις O. 11.1

    πολλὰ δ' ἀνθρώποις παρὰ γνώμαν ἔπεσεν O. 12.10

    ἔτυμον λόγον ἀνθρώπων P. 1.68

    μείων ἕπεται μῶμος ἀνθρώπων P. 1.82

    ἐν ἀνθρώποισι P. 3.21

    πολυπήμονας ἀνθρώποισιν ἰᾶσθαι νόσους P. 3.46

    εἴ τιν' ἀνθρώπων P. 3.86

    Νέστορα καὶ Λύκιον Σαρπηδόν, ἀνθρώπων φάτις, —

    γινώσκομεν P. 3.112

    ὄρνιν Κυπρογένεια φέρεν πρῶτον ἀνθρώποισι P. 4.217

    ὁ γὰρ καιρὸς πρὸς ἀνθρώπων βραχὺ μέτρον ἔχει P. 4.286

    σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος (v. l. ἄνθρωποι) P. 8.96

    εἰ δέ τις ὄλβος ἐν ἀνθρώποισιν, ἄνευ καμάτου οὐ φαίνεται P. 12.28

    ἔστι δέ τις λόγος ἀνθρώπων N. 9.6

    ἔνθ' Ἀρείας πόρον ἄνθρωποι καλέοισι N. 9.41

    ἔστι δὲ καὶ κόρος ἀνθρώπων βαρὺς ἀντιάσαι N. 10.20

    χαλεπὰ δ' ἔρις ἀνθρώποις ὁμιλεῖν κρεσσόνων N. 10.72

    τὸ δ' ἐκ Διὸς ἀνθρώποις σαφὲς οὐχ ἕπεται τέκμαρ N. 11.43

    μισθὸς γὰρ ἄλλοις ἄλλος ἐπ' ἔργμασιν ἀνθρώποις γλυκύς I. 1.47

    ὅσον ὀργὰν λτ;γτ;εινοκράτης ὑπὲρ ἀνθρώπων γλυκεῖαν ἔσχεν I. 2.36

    ἄλλοτε δ' ἀλλοῖος οὖρος πάντας ἀνθρώπους ἐπαίσσων ἐλαύνει I. 4.6

    ὅσσα δ' ἐπ ἀνθρώπους ἄηται μαρτύρια φθιμένων ζωῶν τε φωτῶν ἀπλέτου δόξας I. 4.9

    ἀλλ' Ὅμηρός τοι τετίμακεν δἰ ἀνθρώπων I. 4.37

    Θεία, σέο ἕκατι καὶ μεγασθενῆ νόμισαν χρυσὸν ἄνθρωποι περιώσιον ἄλλων I. 5.3

    φ]έρτατος ἀνθρώπων Πα. 13b. 5. ]

    ἄνθρωπ[ο Pae. 21.18

    πρὶν μὲν ἕρπε τὸ σὰν κίβδηλον ἀνθρώποισιν ἀπὸ στομάτων Δ. 2. 3. ἁνίκ' ἀνθρώπων καματώδεες οἴχονται μέριμναι στηθέων ἔξω fr. 124. 5. ἀν]θρώποις[ Θρ. 4. 9. —
    I gods. —

    θεόμοροι νίσοντ' ἐπ ἀνθρώπους ἀοιδαί O. 3.10

    ἔν τε θεοῖς τοῦτο κἀνθρώποις ὁμῶς αἰδέοντP. 9.40

    Ἄπολλον, γλυκὺ δ' ἀνθρώπων τέλος ἀρχά τε δαίμονος ὀρνύντος αὔξεται P. 10.10

    σὺν θεῷ γάρ τοι φυτευθεὶς ὄλβος ἀνθρώποισι παρμονώτερος N. 8.17

    εἰ γάρ τις ἀνθρώπων πράσσει θεοδμάτους ἀρετὰς I. 6.10

    εἰ δέ τις ἀνθρώποισι θεόσδοτος ἀτληκηκοτας προστύχῃ fr. 42. 5. ]ἀνθρώπο[ις (supp. Bury) Δ. 2. 3. θεῶν καὶ κατ' ἀνθρώπων ἀγυιάς fr. 194. 6.
    III animals.

    πολύβοσκον γαῖαν ἀνθρώποισι καὶ εὔφρονα μήλοις O. 7.63

    Lexicon to Pindar > ἄνθρωπος

  • 4 ὄναρ

    ὄνᾰρ, τό, used only in nom. and acc. sg., the other cases being supplied by ὄνειρος (q. v.):—
    A dream, vision in sleep, opp. a waking vision,

    οὐκ ὄ., ἀλλ' ὕπαρ ἐσθλόν Od.19.547

    , cf. 20.90 ;

    ἡλίῳ δείκνυσι τοὔναρ S.El. 425

    ;

    εἶδον ὄ. Ar.Eq. 1090

    ; ἄκουε δὴ ὄ. ἀντὶ ὀνείρατος dream for dream, Pl.Tht. 201d ; ὥστε μηδὲ ὄ. ἰδεῖν, of profound sleep, Id.Ap. 40d : prov., τὸ ἐμόν γ' ἐμοὶ λέγεις ὄ. 'you are telling me what I know already', Id.R. 563d, cf. Suid. s.v. ταὐτὸν πέπονθα (cf.

    ὄνειρος 1

    , ὄνειαρ II).
    2 prov. of anything fleeting or unreal,

    ὀλιγοχρόνιον.. ὥσπερ ὄ. Thgn.1020

    ;

    σε παρέρχεται ὡς ὄ. ἥβη Theoc.27.8

    ;

    πόθος δέ μοι ὡς ὄ. ἔπτα Bion 1.58

    : in Prose,

    ἡ ἐμὴ [σοφία].., ὥσπερ ὄ. οὖσα Pl. Smp. 175e

    , cf. Men. 85c ;

    ὡς ὄ. ἐλευθερίας ὁρῶντας Plu.Thes.32

    ; and without

    ὡς, σκιᾶς ὄ. ἄνθρωπος Pi.P.8.95

    ; ὄ. ἡμερόφαντον ἀλαίνει, of an old man, A.Ag.82 (anap.).
    II in Trag. and [dialect] Att. freq. as Adv., in a dream, in sleep,

    ὄ. γὰρ ὑμᾶς νῦν Κλυταιμνήστρα καλῶ Id.Eu. 116

    ; ὄ. διώκεις θῆρα ib. 131 ;

    ὄ. πνεύσαντα νυκτός S.Fr.65

    : freq. in Pl.,

    ὄ. ἐπλουτήσαμεν Tht. 208b

    ; ὄ. ὀνείρατα διηγεῖσθαι ib. 158c, etc. ; also οὐδ' ὄ. not even in a dream, E.Fr. 107, Herod.1.11 ;

    πολιτικὸς ἀνὴρ οὐδ' ὄ. Cic.Att.1.18.6

    ; μηδ' ἰδὼν ὄ. not even in my dreams, E.IT 518, cf. Pl. Tht. 173d, Mosch.4.18 ;

    ἃ μηδ' ὄ. ἤλπισαν D.19.275

    : hence freq. opp. ὕπαρ, v. ὕπαρ 11 ; κατ' ὄναρ in a dream, condemned by Phryn.395, but quoted by him from Polemo, is also found in Ev.Matt.1.20, Aristid. Or.47(23).21 : with sense, in consequence of a dream, in SIG1147 (Crete, ii/iii A. D.), Supp.Epigr.2.405 ([place name] Macedonia).

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὄναρ

  • 5 σκιά

    σκῐά, ᾶς, [dialect] Ion. [full] σκῐή, ῆς, ,
    A shadow, Od.11.207; σκιὰ ἀντίστοιχος ὥς like the shadow that is one's double, E.Andr. 745;

    ὑπὸ κίονος σκιὰν ἔπτηξεν Id.HF 973

    : prov.,

    τὴν αὑτοῦ σ. δέδοικεν Ar.Fr.77

    , cf. Pl.Phd. 101d.
    2 reflection, image (in a bowl of oil), Sch.Il.17.755.
    3 shade of one dead, phantom, Od.10.495, A.Th. 992 (lyr.), S.Aj. 1257;

    σποδόν τε καὶ σκιάν Id.El. 1159

    ; κατθανὼν δὲ πᾶς ἀνὴρ γῆ καὶ ς. E.Fr. 532;

    σκιᾷ τινι λόγους ἀνέσπα S.Aj. 301

    ; also, of one worn to a shadow, A.Eu. 302; κακωθεὶς δ' οὐδὲν ἄλλ' εἰμ' ἢ ς. Id.Niob. in Bull.Soc.Alex.No.28p.110;

    φωνὴ καὶ σ. γέρων ἀνήρ E.Fr. 509

    : freq. in proverbs of man's mortal estate,

    σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος Pi.P.8.95

    ;

    εἴδωλον σκιᾶς A.Ag. 839

    , cf. S.Fr.659.6; ὁρῶ γὰρ ἡμᾶς οὐδὲν ἄλλο πλὴν εἴδωλα.. ἢ κούφην ς. Id.Aj. 126;

    ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα καὶ σ. μόνον Id.Fr.13

    ;

    οὐδέν ἐσμεν πλὴν σκιαῖς ἐοικότες Id.Fr. 945

    ; of human affairs,

    εὐτυχοῦντα μὲν σκιᾷ τις ἂν πρέψειεν A.Ag. 1328

    (dub.l.); οὐδὲν μᾶλλον ἢ καπνοῦ ς. Id.Fr. 399;

    καπνοῦ σκιὰν δέδοικεν Com.Adesp.692

    ; of worthless things,

    τἄλλ' ἐγὼ καπνοῦ σκιᾶς οὐκ ἂν πριαίμην S.Ant. 1170

    , cf. Ph. 946;

    καπνοὺς καὶ σκιάς Eup.51

    ;

    ὅσ' ἂν γένηται ταῦτα πάντ' ὄνου σκιά S.Fr. 331

    ; περὶ ὄνου σκιᾶς [μάχεσθαι] Ar.V. 191, cf. Pl.Phdr. 260c; Archipp. wrote a Com. entitled Ὄνου σκιά; ἡ ἐν Δελφοῖς ς. that phantom at Delphi, of the Amphictyonic council, D.5.25; αἱ τοῦ δικαίου ς. mere shadows of.., Pl.R. 517d; σκιαὶ καὶ ἐν ὕδασιν εἰκόνες ib. 510e; σκιαὶ τῶν ὄντων, ἀλλ' οὐκ εἰδώλων ς. ib. 532c;

    στιγμὴ ἢ σ. τούτων D.21.115

    ;

    ἂν ἔχῃ φίλου σκιάν Men. 554

    .
    4 evil spirit, Hippiatr.130, PMasp.188.5 (vi A.D.).
    II shade of trees, etc., as a protection from heat, πετραίη τε σκιή the shade of a rock, Hes.Op. 589; ἐν σκιῇ ἑζόμενος ib. 593;

    ἐν συμμιγεῖ σκιᾷ Pl.Phdr. 239c

    ;

    εἰ ὑπὸ σκιῇ ἔσοιτο ἡ μάχη Hdt.7.226

    ;

    ὑπὸ σκιᾶς E.Ba. 458

    ;

    εἰσελθὼν ὑπὸ τὴν σκιὰν καθέζεσθαι And.1.38

    ;

    θέρους σκιὰν παρέχειν Pl.Ti. 76d

    ; ἐν σκιᾷ, i.e. indoors, X.Smp.2.18, cf. Cyn.3.3; σκιὰν ὑπερτείνασα Σειρίου κυνός shade from its heat, A.Ag. 967: pl., αἱ τῶν δένδρων, αἱ τῶν πετρῶν ς., X.Cyr.8.8.17;

    ὑπὸ σκιαῖς Id.Oec.20.18

    , cf. 5.9.
    2 silhouette, profile,

    Διόδωρος σ. Ἀντιφίλου ἐποίησεν Sammelb. 344

    (Alexandria, ii B.C.).
    3 perh. coloured border on a garment,

    καλάσηριν ἢ ὑπόδυμα μὴ ἔχον σκιάς IG5(1).1390.19

    , cf. 24 (Andania, i B.C.), cf. Men.561, BGU1141.41,43 (i B.C.).
    IV an uninvited guest, introduced by another (Lat. umbra), Plu.2.707a, Ael.Fr. 110. (Cf. Skt. chāyā´ 'shadow'.)

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκιά

  • 6 σκιά

    σκιά, , ion. σκιή, der Schatten; Od. 11, 207; auch die Schatten der Abgeschiedenen, 10, 495, wie πότνιά τ' Οἰδίπου σκιά Aesch. Spt. 961, vgl. 976; Pind. sagt σκιᾶς ὄναρ ἄνϑρωπος, P. 8, 95; πετραίη τε σκιή (wo σκ keine Position macht), Hes. O. 591, Felsenschatten; so öfter von schattigen, Kühlung u. Erquickung gewährenden Orten, O. 545; ὑπὸ σκιῇ ἐστιν ἡ μάχη, Her. 7, 226; Plat. u. sonst in Prosa, ᾔσϑου ἐμὲ διὰ ϑάλπ ος μαχόμενόν τῳ περὶ σκιᾶς, Xen. Mem. 1, 6, 6; bekannt ist περὶ ὄνου σκιᾶς, Plat. Phaedr. 260 c, vgl. Ar. Vesp. 191; Zenob. 6, 28 u. app. paroem. 4, 26; auch περὶ τῆς ἐν Δελφοῖς σκιᾶς πολεμῆσαι, Dem. 5, 25. – Uebertr., das Schwache, εὐτυχοῠντα μὲν σκιά τις ἂν τρέψειεν, Aesch. Ag. 1301; übh. das Nichtige, Vergängliche bezeichnend, ἡμᾶς οὐδὲν ἄλλο πλὴν εἴδωλα ἢ κούφην σκιάν, Soph. Ai. 126; ἀνδρὸς οὐκέτ' ὄντος, ἀλλ' ἤδη σκιᾶς, 1236; vgl. noch τἄλλ' ἐγὼ καπνοῠ σκιᾶς οὐκ ἂν πριαίμην, Ant. 1155; τὰ ϑνητὰ ἡγοῠμαι σκιάν, Eur. Med. 1224. – Der Umriß, Schattenriß, Sp. – Nach Suid. auch der ungebetene, mitgebrachte Gast, umbra, vgl. Plut. Symp. 7, 6.

    Griechisch-deutsches Handwörterbuch > σκιά

  • 7 ἀλλά

    ἀλλά A not combined with another particle.
    1 following a neg. sentence, clause; clarifying a previous denial

    οὐ χθόνα ταράσσοντες οὐδὲ πόντιον ὕδωρ ἀλλὰ ἄδακρυν νέμονται βίοτον O. 2.65

    κόρος, οὐ δίκᾳ συναντόμενος, ἀλλὰ O. 2.96

    οὐδἔλαθ' Αἴπυτον. ἀλλ ὁ μὲν Πυθῶνάδ ᾤχετ ἰὼν O. 6.37

    ἐκέλευσεν μὴ παρφάμεν, ἀλλὰ Κρόνου σὺν παιδὶ νεῦσαι O. 7.67

    οὐκ ἄτερ παίδων σέθεν, ἀλλἅμα O. 8.45

    εὔχομαι μὴ θέμεν, ἀλλ O. 8.87

    οὐδὲ γὰρ θεοὶ σεμνᾶν Χαρίτων ἄτερ κοιρανέοντι χοροὺς οὔτε δαῖτας· ἀλλὰ πάντων ταμίαι ἔργων ἐν οὐρανῷ O. 14.9

    σὐ δύναται νήπιοι κόσμῳ φέρειν ἀλλ' ἀγαθοί P. 3.83

    μή τινα λειμόμενονμένεινἀλλ P. 4.186

    ὃς οὐ ἀφίκετοἀλλ P. 5.30

    κατέκλασε γὰρ ἐντέων σθένος οὐδέν· ἀλλὰ κρέμαται P. 5.34

    οὐ θεῶν ἄτερ, ἀλλὰ Μοῖρά τις ἄγεν P. 5.76

    οὔθἐφίλησεν ὁδοὺς οὔτε δείπνων τέρψιας ἀλλ P. 9.20

    τὸ δὲ μόρσιμον οὐ παρφυκτόν ἀλλ' ἔσται χρόνος οὗτος P. 12.30

    οὐκ ἔραμαι πολὺν ἐν μεγάρῳ πλοῦτον κατακρύψαις ἔχειν, ἀλλ' ἐόντων εὖ τε παθεῖν N. 1.32

    οὐ λαθὼνἭραν ἐγκατέβα, ἀλλὰ θεῶν βασίλεα N. 1.39

    οὐκ ἀνδριαντοποιός εἰμ·ἀλλ' ἐπὶ πάσας ὁλκάδος, γλυκεἶ ἀοιδά, στεῖχ N. 5.2

    εἴη μή ποτέ μοι τοιοῦτον ἦθος, Ζεῦ πάτερ, ἀλλὰ κελεύθοις ἁπλόαις ζοᾶς ἐφαπτοίμαν N. 8.35

    οὐδὲ Κρονίων στείχειν ἐπώτρυν, ἀλλὰ φείσασθαι κελεύθου N. 9.

    20.

    δένδρεά τοὐκ ἐθέλει πάσαις ἐτέων περόδοις ἄνθος εὐῶδες φέρειν πλούτῳ ἴσον, ἀλλ' ἐναμείβοντι N. 11.42

    σαφὲς οὐχ ἕπεται τέκμαρ· ἀλλ' ἔμπαν μεγαλανορίαις ἐμβαίνομεν N. 11.44

    οὐ γὰρ ἦν πενταέθλιον, ἀλλἐφἑκάστῳ ἔργματι κεῖτο τέλος I. 1.26

    οὐδέ ποτε ὑπέστειλἱστίον. ἀλλἐπέρα I. 2.41

    οὐ γὰρ φύσιν ὠαριωνείαν ἔλαχεν· ἀλλ' ὀνοτὸς μὲν ἰδέσθαι I. 4.50

    σφετέρας δ' οὐ φείσατο χέρσιν βαρυφθόγγοιο νευρᾶς Ἡρακλέης· ἀλλ Αἰακίδαν καλέων ἐς πλόον (νῦν ἄρχεται τῶν ἐπὶ μέρους, ἀκριβῶς τὸ ὅλον προεκθείς. Σ.) I. 6.35

    τὸν μὲν οὐδὲ θανόντ' ἀοιδαὶ ἔλιπον, ἀλλά οἱ I. 8.57

    οὕνεκεν οὔ σε παιηόνων ἄδορπον εὐνάξομεν ἀλλ' ἀοιδᾶν ῥόθια δεκομένα κατερεῖς Pae. 6.128

    ἔριν οὐ παλίγλωσσον ἀλλὰ δίκας ὁδοὺς π[ις]τὰς ἐφίλη[ς.]ν Παρθ. 2.. οὐ κό]ρῳ ἀλλ ἀρετᾷ (e Σ supp. Lobel.) fr. 169. 15.
    2 without preceding negative; modifying a previous statement
    a

    ἀλλ' αἶνον ἐπέβα κόρος O. 2.95

    ἀλλ' οὐ καλὰ δένδρἐ ἔθαλλεν χῶρος O. 3.23

    ἀλλά μιν οὐκ εἴασεν O. 7.61

    οὐχ ὑπέμεινεν ὄλβον ἀλλά νιν ὕβρις εἰς ἀυᾴταν ὑπερᾴφανον ὦρσεν P. 2.28

    ἀλλ' οὐδὲ ταῦτα νόον ἰαίνει φθονερῶν P. 2.89

    ἀλλ' ἐπεὶ P. 3.38

    ἀλλὰ κέρδει καὶ σοφίᾳ δέδεται P. 3.54

    οὐδ' ἀπιθησέ νιν, ἀλλP. 4.36

    οὐδὲ κομᾶν πλόκαμοι κερθέντες ᾤχοντ' ἀγλαοί ἀλλ ἅπαν νῶτον καταίθυσσον P. 8.83

    ἀθρόαις πέντε δραπὼν νύκτεσσιν ἔν θ' ἁμέραις ἱερὸν εὐζοίας ἄωτον. ἀλλἐν ἕκτᾳ P. 4.132

    ἔσομαι τοῖος· ἀλλ' ἤδη P. 4.157

    ἀλλἤδη τελευτὰν κεῖνος αὐταῖς ἡμιθέων πλόος ἄγαγεν P. 4.210

    σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος. ἀλλ' ὅταν αἴγλα διόσδοτος ἔλθῃ P. 8.96

    ἀλλὰ χρονίῳ σὺν Ἄρει πέφνεν τε ματέρα P. 11.36

    [ ἄτᾳ codd.: ἀλλ coni. Boeckh. P. 11.55]

    ἀλλἐπεὶ ἐκ τούτων φίλον ἄνδρα πόνων ἐρρύσατο P. 12.18

    εὗρεν θεός· ἀλλά νιν εὑροῖσ' ἀνδράσι θνατοῖς ἔχειν, ὀνύμασεν κεφαλᾶν πολλᾶν νόμον P. 12.22

    ἀλλά τι προσφέρομεν ἔμπαν ἢ μέγαν νόον ἤτοι

    φύσιν ἀθανάτοις N. 6.4

    ἀλλὰ τὸ μόρσιμον ἀπέδωκεν N. 7.44

    ἀλλὰ χαλκὸν μυρίον οὐ δυνατὸν ἐξελέγχειν N. 10.45

    ἀλλ' οὔ νιν φλάσαν N. 10.68

    ἀλλὰ βροτῶν τὸν μὲν κενεόφρονες αὖχαι ἐξ ἀγαθῶν ἔβαλον N. 11.29

    ἀλλ' ἐγὼ Ἡροδότῳ τεύχων τὸ μὲν ἅρματι τεθρίππῳ γέρας I. 1.14

    ἐν ὕπνῳ γὰρ πέσεν·ἀλλ' ἀνεγειρομένα χρῶτα λάμπει I. 4.23

    ἔτλαν δὲ πένθος οὐ φατόν· ἀλλὰ νῦν μοι Γαιάοχος εὐδίαν ὄπασσεν ἐκ χειμῶνος I. 7.37

    ἀλλ' ἐμοὶ δεῖμα μὲν παροιχόμενον καρτερὰν ἔπαυσε μέριμναν I. 8.11

    ἀλλ' οὔ σφιν ἄμβροτοι τέλεσαν εὐνὰν θεῶν πραπίδες I. 8.30

    (Delos floated on the waves,) ἀλλἁ Κοιογένης ὁπότ' ἐπέβα νιν, δὴ τότε τέσσαρες ἀπώρουσαν κίονες fr. 33d. 3.

    ὄλβον ἐγκατέθηκαν. ἀλλὰ[ ]ἐπέπεσε μοῖρα Pae. 2.63

    ἀλλ' οὔτε ματέῤ ἔπειτα κεδνὰν ἔιδεν οὔτε Pae. 6.105

    ἀλλά μιν Κρόνου παῖδες ἔκρυψαν Pae. 8.72

    σῶμα δ ἐστὶ θνατόν. ἀλλ ᾧτινι μὴ λιπότεκνος σφαλῇ πάμπαν οἶκος, ζώει Παρθ. 1. 16. (a description of those that do not love Theoxenos,) ἀλλἐγὼ τάκομαι fr. 123. 10.
    b where the qualification provides a climax, cf. 3. b. infra.

    ἐν μὲν Αἰτωλῶν θυσίαισι φαενναῖς Οἰνείδαι κρατεροί, ἐν δὲ Θήβαις, Περσεὺς δ' ἐν Ἄργει, Κάστορος δ αἰχμὰ Πολυδεύκεός τ ἐπ Εὐρώτα ῥεέθροις. ἀλλ ἐν Οἰνώνᾳ I. 5.34

    c simply introducing a new attitude

    ἀλλ' ὥτε παῖς ἐξ ἀλόχου πατρὶ ποθεινὸς O. 10.86

    ἀλλ' ὅτ Αἰήτας ἄροτρον σκίμψατο P. 4.224

    ἀλλεὔχεται P. 4.293

    3 introducing imperative, simm.
    a imperative proper.

    ἀλλὰ Δωρίαν ἀπὸ φόρμιγγα πασσάλου λάμβαν O. 1.17

    ἀλλὦ Κρόνιε παῖ Ῥέας, εὔφρων ἄρουραν ἔτι πατρίαν σφίσιν κόμισον λοιπῷ γένει O. 2.12

    ἀλλὰ Κρόνου παῖ, Οὐλυμπιονίκαν δέξαι Χαρίτων θ' ἕκατι τόνδε κῶμον (v. l. ἀλλὦ.) O. 4.6

    ὦ Φίντις, ἀλλὰ ζεῦξον ἤδη μοι σθένος ἡμιόνων O. 6.22

    ἀλλ' ὦ Ζεῦ πάτερ, νώτοισιν Ἀταβυρίου μεδέων, τίμα μὲν ὕμνου τε-

    θμὸν O. 7.87

    ἀλλ' ὦ Πίσας εὔδενδρον ἐπ Ἀλφεῷ ἄλσος, τόνδε κῶμον καὶ στεφαναφορίαν δέξαι O. 8.9

    ἀλλὰ νῦν ἑκαταβόλων Μοισᾶν ἀπὸ τόξων Δία τε φοινικοστερόπαν σεμνόν τ' ἐπίνειμαι ἀκρωτήριον Ἄλιδος O. 9.5

    ὦ Μοῖσ, ἀλλὰ σὺ καὶ θυγάτηρ Ἀλάθεια Διός, ὀρθᾷ χερὶ ἐρύκετον ψευδέων ἐνιπὰν O. 10.3

    ἀλλ' ὅμως, κρέσσων γὰρ οἰκτιρμοῦ φθόνος, μὴ παρίει καλά P. 1.85

    ἀλλὰ καὶ σκᾶπτον μόναρχον καὶ θρόνος, τὰ μὲν ἄνευ ξυνᾶς ἀνίας λῦσονP. 4.152

    ἀλλ' ἐπέων γλυκὺν ὕμνον πράσσετε N. 9.3

    ἀλλ' ἀνὰ μὲν βρομίαν φόρμιγγ, ἀνὰ δ αὐλὸν ἐπ αὐτὰν ὄρσομεν ἱππίων ἀέθλων κορυφάν N. 9.8

    ἀλλ' ὅμως εὔχορδον ἔγειρε λύραν N. 10.21

    ἀλλὰ τὰ μὲν παύσατε· βροτέων δὲ λεχέων τυχοῖσα υἱὸν εἰσιδέτω θανόντI. 8.35
    b where the imperative denotes a climax. cf. 2b supra ἀπὸ Ταυγέτοιο μὲν Σκυρίαι δὲ. ὅπλα δ' ἀπ Ἄργεος, ἅρμα Θηβαῖον, ἀλλ ἀπὸ τᾶς ἀγλαοκάρπου Σικελίας ματεύειν ( ἀλλά om. codd. Athenaei.) fr. 106. 6.
    c where the following sentence has imperative force “ἀλλὰ τούτων μὲν κεφάλαια λόγων ἴστε. λευκίππων δὲ δόμους πατέρων φράσσατέ μοι σαφέως.” P. 4.116 cf. I. 8.35
    d introducing a wish, prayer ἀλλὰ σὺν δόξᾳ τέλος δωδεκάμηνον περᾶσαί νιν ἀτρώτῳ κραδίᾳ (Dissen: περάσαι σὺν codd.) N. 11.9

    ἐλαύνεις τι νεώτερον ἢ πάρος; ἀλλά σε πρὸς Διός, ἱπποσόα θοάς, ἱκετεύω, ἀπήμονα εἰς ὄλβον τινὰ τράποιο Pae. 9.7

    4 in various minor uses.
    a introducing statement of intent by poet

    ἀλλἐμὲ χρὴ μναμοσύναν ἀνεγείροντα φράσαι O. 8.74

    , cf. P. 4.141 ἀλλὰ πάνδοξον Αἰολάδα σταθυὸν υἱοῦ τε Παγώνδα ὑμνήσω Παρθ. 2. 6.
    b introducing oracular utterance “ ἀλλὰ μιν ποταμῷ σχεδὸν μολόντα φύρσει” (elocutionem oraculi propriam agnovit Blass.) Pae. 2.73
    c following a rhetorical question “ τά κέ τις ἀνώνυμον γῆρας ἐν σκότῳ καθήμενος ἕψοι μάταν —; ἀλλ' ἐμοὶ μὲν οὗτος ἄεθλος ὑποκείσεταιO. 1.84

    τί κομπέω παρὰ καιρόν; ἀλλά με Πυθώ τε καὶ τὸ Πελινναῖον ἀπύει P. 10.4

    B compounded with other particles.
    1 ἀλλὰ γάρ, ἀλλὰ γάρ.
    a where both particles preserve their original force: yet since ἀλλὰ παρθένοι γὰρ τοῦτον ἔσχετε τεθμόν, κλῦτε νῦν Πα. 6. 53, cf. O. 4.1ff., Wil. on Eur., Her. 138.
    b emphasising a main point in contrast to preceding: yet

    εἰ δὲ δή τινἄνδρα θνατὸν Ὀλύμπου σκοποὶ ἐτίμασαν, ἦν Τάνταλος οὗτος· ἀλλὰ γὰρ καταπέψαι μέγαν ὄλβον οὐκ ἐδυνάσθη O. 1.55

    οὔτ' ἰδεῖν εὔχοντο πεμπταῖον γεγενημένον. ἀλλ ἐν κέκρυπτο γὰρ σχοίνῳ O. 6.53

    ἀλλὰ γὰρ νόστου πρόφασις γλυκεροῦ κώλυεν μεῖναιP. 4.32

    χαλκέῳ τ' Ἄρει ἅδον. ἀλλἁμέρᾳ γὰρ ἐν μιᾷ τραχεῖα νιφὰς πολέμοιο τεσσάρων ἀνδρῶν ἐρήμωσεν μάκαιραν ἑστίαν I. 4.16

    (an enumeration of the glories of Thebes,) ἀλλὰ παλαιὰ γὰρ εὕδει χάρις (v. Schadew. 268̆{5}) I. 7.16
    c emphasising a maxim, breaking off narrative.

    ἀλλὰ κοινὸν γὰρ ἔρχεται κῦμ' Ἀίδα N. 7.30

    ἀλλὰ γὰρ ἀνάπαυσις ἐν παντὶ γλυκεῖα ἔργῳ N. 7.52

    d frag. ἀ]λλὰ γὰρ τ[ fr. 60a. 11.
    2 ἀλλά τοι, ἀλλὰ τοι: emphatic, yet

    ἀλλά τοι ἤρατο τῶν ἀπεόντων P. 3.19

    ἀλλ' ἄγε τῶνδέ τοι ἔμπαν αἵρεσιν παρδίδωμN. 10.82

    ἀλλ' Ὅμηρός τοι τετίμακεν δἰἀνθρώπων I. 4.37

    3 ἀλλὰ μέν: opposing what precedes.

    ἀλλ' ἐπεύξασθαι μὲν ἐγὼν ἐθέλω Ματρὶ P. 3.77

    4 ἀλλ' ἦ. ἀλλ ἦ μακ[ρ]ότερον fr. 6a. e.
    5

    ἀλλὰ γε. ἀλλ' ὅ γε Μέλαμπος οὐκ ἤθελεν Pae. 4.28

    C
    b dub. [ ἀλλὰ καὶ (coni. Hermann: ἅμα codd. contra metr.) O. 1.104] [ ἀλλὰ (codd. contra met.: ἄνα Kayser: ἄγε Maas.) O. 13.114] [ ἢ πόντου κενέωσιν ἀλλὰ πέδον (codd. Dion. Hal. contra metr.: <˘> ἂμ Hermann.) Pae. 9.16]

    Lexicon to Pindar > ἀλλά

  • 8 σκιά

    1 shadow

    σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος P. 8.95

    Lexicon to Pindar > σκιά

См. также в других словарях:

  • Festina lente — Sigma Inhaltsverzeichnis 1 Σ αγαπώ. 2 Σαρδόνιος γέλως …   Deutsch Wikipedia

  • Liste griechischer Phrasen/Sigma — Sigma Inhaltsverzeichnis 1 Σ αγαπώ …   Deutsch Wikipedia

  • Geflügelte Worte (Antike) — Alpha und Omega, Anfang und Ende, kombiniert zu einem Buchstaben Diese Liste ist eine Sammlung alt und neugriechischer Phrasen, Sprichwörter und Redewendungen. Sie beschreibt ihren Gebrauch und gibt, wo möglich, die Quellen an. Graeca non… …   Deutsch Wikipedia

  • σκιά — Σκοτεινή ή μειωμένης φωτεινότητας περιοχή, που διαγράφεται πάνω σε μια επιφάνεια ανοιχτού χρώματος από την παρεμβολή ενός αδιαφανούς σώματος ανάμεσα στην επιφάνεια αυτή και σε μια φωτεινή πηγή. Η σκιά αυτή είναι σαφής στις διαστάσεις της, μόνο… …   Dictionary of Greek

  • Edel sei der Mensch — Geflügelte Worte   A B C D E F G H I J K L M N O …   Deutsch Wikipedia

  • Liste geflügelter Worte/E — Geflügelte Worte   A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W Y Z Inhaltsverzeichnis …   Deutsch Wikipedia

  • Georg Büchmann — Georg Büchmann, Porträt und Signatur …   Deutsch Wikipedia

  • Büchmann — Georg Büchmann, Portrait und Signatur Grabstätte auf dem Alten St. Matthäus Kirchhof in Berlin Schöneberg August Methusalem Georg Büchmann (* …   Deutsch Wikipedia

  • Liste lateinischer Phrasen/V — Lateinische Phrasen   A B C D E F G H I L M N O P …   Deutsch Wikipedia

  • επάμερος — ἐπάμερος, ον και ἐπαμέριος, ον (Α) δωρ. και αιολ. τ. αντί εφήμερος πρόσκαιρος («ἐπάμεροι τί δέ τις; τί δ οὔ τις; σκιᾱς ὄναρ ἄνθρωπος», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αμέρα, δωρ. τ. τού ημέρα] …   Dictionary of Greek

  • Πίνδαρος — I Αρχαίος Έλληνας ποιητής (Κυνός Κεφαλαί, Βοιωτία 518 Άργος 440 π.Χ.), ο κορυφαίος των αρχαίων λυρικών. Ξένος πνευματικά στη μεταβολή που ακολούθησε μετά τους περσικούς πολέμους και οδήγησε στον θρίαμβο της δημοκρατίας, παράμεινε επίμονα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»